ποικιλόυδρος

ποικιλόυδρος
-η, -ο, Ν
φρ. «ποικιλόυδρο φυτό»
βοτ. χαρακτηρισμός κατώτερων ως επί το πλείστον φυτών, όπως ορισμένων φυκών, βρύων, λειχήνων, τών οποίων η περιεκτικότητα σε νερό μπορεί να μεταβληθεί γρήγορα και σε σημαντικό ποσοστό, από 10%
90% τού νωπού βάρους τους, ανάλογα με τις συνθήκες τού εξωτερικού περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. poikilohydre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”