- ποικιλόυδρος
- -η, -ο, Νφρ. «ποικιλόυδρο φυτό»βοτ. χαρακτηρισμός κατώτερων ως επί το πλείστον φυτών, όπως ορισμένων φυκών, βρύων, λειχήνων, τών οποίων η περιεκτικότητα σε νερό μπορεί να μεταβληθεί γρήγορα και σε σημαντικό ποσοστό, από 10%90% τού νωπού βάρους τους, ανάλογα με τις συνθήκες τού εξωτερικού περιβάλλοντος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. poikilohydre].
Dictionary of Greek. 2013.